δρυοκοίτης

δρυοκοίτης
δρυοκοίτης
dweller on the oak
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δρυοκοίτης — ο (Α δρυοκοίτης) νεοελλ. μικροσκοπικό ξυλοφάγο έντομο με καστανοκόκκινο χρώμα και σώμα καλυμμένο από πολύ λεπτές τρίχες (οικ. σκολυτίδες) αρχ. αυτός που κατοικεί πάνω σε δρυ («τέττιξ δρυοκοίτης») …   Dictionary of Greek

  • δρυοκοίτῃ — δρυοκοίτης dweller on the oak masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοκοίτᾳ — δρυοκοίτᾱͅ , δρυοκοίτης dweller on the oak masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”